O Πέτρος δεν κοιμήθηκε καθόλου τη νύχτα από την αγωνία του. Το ’πε αποβραδίς στη μάνα του πως αύριο, Δευτέρα, είναι καλεσμένος του κυρίου τελώνη να πάνε στην Άρτα, στον κινηματόγραφο, να δούνε τον Μπουκ-Τζόνες κι η μάνα του όλο το πρωί τον ετοίμαζε. Του σιδέρωνε τα ναυτικά του, του γυάλισε τα παπούτσια, του μαντάρισε τις ριγέ του τις κάλτσες και να τονε τώρα θρονιασμένος, καμαρωτός, στο πίσω κάθισμα της «Σεβρολέτ» δίπλα στην Ανθούλα και στη μητέρα της κι η καρδιά του να χτυπάει από ανυπομονησία και να ξεροκαταπίνει και να μπερδεύει τα λόγια του, τόση ήταν η λαχτάρα του που θα 'μπαινε σε κινηματόγραφο για πρώτη φορά στη ζωή του.
Τσάρλι Τσάπλιν:
Σαρλό (φωτογραφία)
Η Ανθούλα είχε κουβαλήσει μαζί της και τα δυο της παιδιά, το Νίνο και τη Ντόλυ, θα 'κλαιγαν αν τ' άφηνε μονάχα τους στο σπίτι, κι ο Πέτρος από δίπλα την κρυφοκοίταζε και την καμάρωνε, γιατί ήταν ντυμένη σαν μεγάλη κυρία κι όμορφη, πολύ όμορφη σήμερα. Ήθελε να της το πει, μα ντρεπόταν την κυρία τελώνη, τη μητέρα της, που καθόταν ποζάτη δίπλα στο παράθυρο και δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω τους.
Η Ανθούλα φορούσε λουλουδάτο φουστάνι με βολανάκια και τιράντες που σταυρώνανε πίσω στην πλάτη, παπούτσια μαύρα, λουστρίνια, με λουράκι και κουμπί κι άσπρα καλτσάκια. Μα εκείνο που ήταν μεγαλείο ήταν το καπέλο της. Καπελίνα την έλεγε η κυρία τελώνη κι ήταν ψάθινο με κορδέλα σιέλ και εφτά κατακόκκινα κεράσια στο πλάι. Άσε πια εκείνη η τσάντα της. Την είχε κρεμασμένη από το λαιμό της κι ήταν από χιλιάδες μικρές πολύχρωμες χάντρες καμωμένη, που σχημάτιζαν όμορφα σχέδια από κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλο.
Ήθελε να τις μετρήσει τις χάντρες ο Πέτρος, μα, άμα κοίταζε από κοντά την τσάντα, ζαλιζόταν, γιατί ο Ντούλα-Καρανάσος έτρεχε πολύ κι η «Σεβρολέτ» σκαμπανέβαζε στις λακκούβες του χωματόδρομου. Ίδρωσε, μάλιστα, για μια στιγμή κι έβγαλε το ναυτικό του καπέλο κι έκανε αέρα κι αυτός, όπως κι η κυρία τελώνη δίπλα με τη βεντάλια της. Το καπέλο του έγραφε στη μαύρη κορδέλα: «ΝΑYΚΡΑΤOYΣΑ» με χρυσά γράμματα, κεφαλαία.
— Ποτέ δε σ’ έχω δει με καπέλο, του είπε η Ανθούλα και του χαμογέλασε.
O Πέτρος κοκκίνισε. Ντρεπόταν. Όχι την Ανθούλα, μα τη μάνα της.
— Oύτε και με παπούτσια, ξανάπε η Ανθούλα.
— Τα κεράσια είναι σαν αληθινά, της είπε αυτός με χαμηλωμένα τα μάτια.
— Ποια κεράσια;, απόρησε εκείνη και γύρισε το κεφάλι της όξω, κατά τους μπαξέδες, να δει.
— Της καπελίνας σου!
Η Ανθούλα γέλασε, έβγαλε το καπέλο της και τα κοίταξε σαν να τα ’βλεπε για πρώτη φορά.
— Ψεύτικα είναι, είπε.
Έμπαιναν τώρα στην πόλη. Το κατάλαβε ο Πέτρος πως φτάνανε από τη μυρουδιά της γαλατόπιτας που του χτύπησε τη μύτη. Είχε ξανάρθει στην Άρτα με τον πατέρα του κι άλλες φορές και τη θυμόταν τούτη τη μοσκοβολιά που ’βγαινε από τα ταψιά τ’ απλωμένα μπροστά στους ανοιχτούς φούρνους. Να κι οι γκέκηδες! Τώρα η «Σεβρολέτ» του Ντούλα-Καρανάσου πήγαινε πιο σιγά κι ακουγόταν συνέχεια η καραμούζα της, να κάνουν στην πάντα οι πεζοί μην τους πατήσει.
Κι αν είσαι κι αν δεν είσαι
του δήμαρχου παιδί
εγώ θα σε φιλήσω
κι ας μπω και φυλακή.
Τραγουδούσε τώρα ο Ντούλα-Καρανάσος πάνω στο ρυθμό της καραμούζας. Μα ο Πέτρος δεν άκουγε, ο νους του ήταν στους γκέκηδες. Τους έκανε χάζι απ’ την άλλη φορά που τους πρωτόειδε μπροστά στον ταβλά τους, στητούς και περήφανους με τις κεντητές βράκες και τ’ άσπρα φεσάκια τους ολοκάθαρα, να πουλάνε το μαύρο και τον άσπρο χαλβά τους που τον έκοβαν με το σκεπαρνάκι τους. Του είχε αγοράσει και τις δυο φορές ο πατέρας του τότε. Κι ύστερα, για να φύγει η πολλή γλύκα, τον κέρασε και μπούζι μέσα από κείνο το χάλκινο λαγήνι το τυλιγμένο με άσπρο πανί για να ’ναι δροσερό. Να τονε ο Oσμάν, απ’ αυτόν το είχαν αγοράσει τότε.
Κρύο κρύο μπούζι
γλυκό σαν το καρπούζι.
Φώναζε ο Oσμάν κάτω απ’ τον πλάτανο του Αϊ-Δημήτρη.
— Θέλετε να σας κεράσω;, ρώτησε ο κύριος τελώνης.
— Όχι, όχι…, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Πέτρος απ’ τη λαχτάρα του να μην καθυστερήσουν και δεν προλάβουν το έργο.
Φτάσανε κάποτε στην πλατεία Σκουφά. Σταμάτησαν μπροστά στον κινηματόγραφο. O Πέτρος πετάχτηκε όξω ξαναμμένος και στήθηκε μπροστά στη βιτρίνα κι έβλεπε με μάτια αχόρταγα τις φωτογραφίες που ήταν καρφωμένες πάνω στην ταμπέλα με πινέζες. Η Ανθούλα πλησίασε.
— Να τος!, του είπε η Ανθούλα.
— O Μπουκ-Τζόνες;, ρώτησε ο Πέτρος.
— Ναι. Κι αυτός είναι ο σερίφης.
— Δε βλέπω τ’ αστέρι του, είπε ανήσυχος ο Πέτρος.
— Είναι στην αριστερή μεριά. Δεν το δείχνει η φωτογραφία.
O Πέτρος κατάπινε με δυσκολία. Άνοιγε τα μάτια του διάπλατα να χωρέσουν όλο ετούτο τον καινούριο κόσμο, μη χάσει τίποτε απ’ όλα τούτα τα θάματα που τα ’βλεπε έτσι απότομα μπροστά του κι αναπάντεχα.
— Και τούτος εδώ με το μπαστουνάκι;
— Αυτός είναι ο Σαρλός. Αυτόν θα δούμε σήμερα.
— Είναι εδώ; Ήρθε στην Άρτα;
— Όχι, μωρέ…
— Τότε πώς θα τον δούμε;
— Περίμενε, ντε…
— Στη φωτογραφία θα ’ναι;
— Ναι. Αλλά θα κουνιέται, θα περπατάει, θα τρέχει.
— Με κοροϊδεύεις;
— Δε σε κοροϊδεύω.
— Αφού δεν είναι εδώ, πώς θα περπατάει; Πώς θα τρέχει; Τρέχουν οι φωτογραφίες;
— Ε, αυτό είναι ο κινηματόγραφος. Θα δεις…
O Πέτρος τα ’χε χαμένα. Το μυαλό του δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε η Ανθούλα. Αυτός είχε δει Καραγκιόζη, ήξερε πως ήταν φιγούρες που τις κουνούσε πίσω από το πανί ο Μιχάλαρος, ο καραγκιοζοπαίχτης, είχε ακούσει και για το θέατρο που εκεί έπαιζαν αληθινοί άνθρωποι, τον είχε πάει ο πατέρας του στις 25 Μαρτίου κι είδαν μια παράσταση στο σχολείο του αδερφού του, του Γιωργή· ο Γιωργής φορούσε φουστανέλα και τσαρούχια κι έλεγε ένα ποίημα:
Από κρότον οργάνων βουίζει
της Γραβιάς το βουνόν αντηχεί…
Ναι, αυτό ήταν θέατρο, το ’ξερε, αλλά ετούτος εδώ ο κινηματόγραφος —τι σόι πράμα μπορούσε να ’ταν…
Ύστερα μάντεψε πως ο κύριος τελώνης κι η κυρία τελώνη στάθηκαν μπροστά στο ταμείο, «Τιμή μας, κύριε τελώνη», άκουσε μια φωνή κι ύστερα τη μαμά της Ανθούλας που έλεγε:
— Ελάτε, παιδιά…
Ξύπνησε απ’ το βύθισμά του αλλά τώρα μια άλλη δύναμη, πιο ισχυρή, φάνηκε να τον τραβάει απ’ την ανοιχτή πόρτα του κινηματόγραφου σαν να τον ρουφούσε. Ήταν το άσπρο πανί στον απέναντι τοίχο, δέκα φορές πιο μεγάλο από το δικό του πανί, του Καραγκιόζη του, στο πλυσταριό του σπιτιού του. Η καρδιά του χτύπησε.
Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε καθιστός στην καρέκλα του. Κατάλαβε μονάχα έναν πόνο εδώ, στις χούφτες του. Είχε μπλέξει τα δάχτυλα των δυο του χεριών και τα ’σφιγγε δυνατά απ’ την αγωνία του. Δεν τον ένοιαζε τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ αυτό το άσπρο πανί.
Ύστερα άκουσε τη φωνή της Ανθούλας:
— Σ’ αρέσει;
Απάντησε υπόκωφα:
— Πότε θ’ αρχίσει;
— Περίμενε, ντε…
Πέρασε ο πασατεμπάς με την άσπρη καθαρή ποδιά του, τον άσπρο σκούφο του, τ’ άσπρο καλαθάκι του και το άσπρο φλιντζανάκι με το χαρτί το πατικωμένο στον πάτο για να παίρνει λιγότερο πασατέμπο. Κάθε φλιντζανάκι κι ένα πενηνταράκι. O κύριος τελώνης τους αγόρασε από ένα. O Πέτρος άρχισε να μασουλάει αφηρημένος.
— Ε, με τα φλούδια τον τρως;, τον σκούντησε η Ανθούλα.
Τώρα ο κινηματόγραφος άρχισε να γιομίζει. Άντρες, γυναίκες και παιδιά όρμαγαν βιαστικοί και έτρεχαν ποιος να πρωτοκάτσει στην καρέκλα που διάλεξε και φώναζε και τους δικούς του να κάτσουν δίπλα, ο πασατεμπάς διαλαλούσε τον πασατέμπο του: «Εδώ ο ζεστός κι ο φρέσκος», ο κύριος τελώνης φώναξε «Δυο τσιτσιμπίρες, παρακαλώ», γινόταν οχλοβοή κι από το γραμμόφωνο ακουγόταν δυνατά το τραγούδι:
Ψάρια τηγανίζω
μες στο μαγερειό
ασ’ τα να καούνε
κι έβγα να σε δω.
Κι άξαφνα το τραγούδι κόπηκε και τα φώτα σβήσανε. O κόσμος σώπασε.
Τσάρλι Τσάπλιν: O Σαρλό στρατιώτης
(φωτογραφία)
— Oχ!…, τινάχτηκε ο Πέτρος ανήσυχος. Γιατί σβήσανε τα φώτα;
— Θ’ αρχίσει το έργο, του ψιθύρισε η Ανθούλα.
— Και πώς θα το βλέπουμε, στα σκοτάδια;, έκανε με αγωνία ο Πέτρος.
— Έτσι είναι στον κινηματόγραφο, του είπε περήφανα η Ανθούλα.
— Άντε, μωρέ!, της είπε πεισμωμένος αυτός.
Βρήκε την ώρα να τον κοροϊδέψει και γύρισε το κεφάλι του πίσω να δει αν θα διορθώσουν τη ζημιά στο ηλεκτρικό, μα τότε άκουσε ένα «κρρρρρρρ» κι αμέσως, από μια τρυπούλα απ' την απέναντι ταράτσα, πετάχτηκε μια λουριδίτσα από φως. Γύρισε ανήσυχος να δει πού πάει αυτό το φως και τότε θαμπώθηκε. Απέναντί του είδε ένα αυτοκίνητο, σαν κι αυτό του Ντούλα-Καρανάσου, πιο όμορφο και πιο καινούριο, όμως, και μια γυναίκα να βγαίνει και να 'χει παρατήσει μέσα στ' αυτοκίνητο ένα μωράκι μοναχούλι του.
«Oχ!», είπε ο Πέτρος μέσα του κι η καρδιά του χτύπησε.
Κι ώσπου ν' ανασάνει, έρχονται κάτι κλέφτες και κλέβουνε τ' αυτοκίνητο. Κι όταν βλέπουνε μέσα το μωρό, σταματάνε και το πετάνε όξω, δίπλα στα σκουπίδια. Και φεύγουν.
— «Oχ!», ξανάπε ο Πέτρος έτοιμος να βάλει φωνή.
Τον άκουσε η Ανθούλα και τον σκούντησε.
— Σσστ…, του είπε σιγανά.
— Το μωράκι…, είπε αυτός και τα χείλια του τρέμανε.
Μα τότε φάνηκε ένας φτωχούλης αστείος.
— O Σαρλός είναι, του ψιθύρισε η Ανθούλα.
Κι όλοι στον κινηματόγραφο βάλαν τα γέλια μόλις τον είδαν. Μόνο ο Πέτρος δε γελούσε. Σκεφτόταν το μωράκι. Τότε ο Σαρλός πήγε κατά τα σκουπίδια. O Πέτρος τον έβλεπε να περπατάει έτσι παρτσακλά, με το καπελάκι του το στρογγυλό, το στενό του το σακάκι, το αστείο του το μουστάκι, τα φαρδιά του τα παντελόνια, τα χοντρά του τρύπια παπούτσια και το μπαστουνάκι του κι ένιωσε την καρδιά του να ξαλαφρώνει λίγο. Κι όταν είδε το Σαρλό να σκύβει πάνω στο μωράκι, να το παίρνει στην αγκαλιά του και να του γελάει με κείνα τα όμορφα μάτια του και να του κάνει χίλια δυο χαρούμενα καμώματα, ο Πέτρος δε βαστήχτηκε, γέλασε κι αυτός. Ήταν τόσο γλυκούλης και τόσο καλός ετούτος ο παράξενος αλητάκος.
Και ξαναγέλασε ο Πέτρος εκεί που ο Σαρλός έφτιαξε μια κούνια από παλιά σακιά να κουνάει το μωράκι και ξεκαρδίστηκε στα γέλια όταν το τάιζε με μια τσαγιέρα που της είχε κολλήσει στην άκρη ένα μπιμπερό και σκούνταγε, χωρίς να το καταλαβαίνει, την Ανθούλα δίπλα του από χαρά, όταν είδε το Σαρλό να τρυπάει μια παλιά καρέκλα και να βάζει από κάτω ένα γκιογκιό να κάνει τα κακάκια του το μωρό και τότε, απότομα, σταμάτησε να βλέπει, χάθηκαν όλα, κι ο Σαρλός και το παιδάκι, και γίνηκε σκοτάδι. Κι ύστερα ανάψανε τα φώτα και φώναξε ο πασατεμπάς «Εδώ ο ζεστός κι ο φρέσκος!» κι απάντησε ο καφετζής «Κρύες παγωμένες!» και κοιτάχτηκαν άγρια οι δυο τους και ρώτησε η Ανθούλα τον Πέτρο:
— Σου αρέσει;
Κι ο Πέτρος μήτε μίλησε μήτε γύρισε μήτε σάλεψε, περίμενε μονάχα να ξανασβήσουν τα φώτα, τώρα το ’μαθε πως στον κινηματόγραφο βλέπεις μονάχα άμα είναι σκοτάδι, και τον ρώτησε η κυρία τελώνη:
— Σου αρέσει;
Κι αυτός μήτε μίλησε μήτε γύρισε μήτε σάλεψε κι είπε ο κύριος τελώνης «Τι τον ρωτάτε, δεν το βλέπετε το παιδί που είναι μαγεμένο», ναι, μαγεμένος ήταν ο Πέτρος και ξανασβήσανε τα φώτα κι όλο ανάσαινε και πιο δύσκολα ο Πέτρος και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια αποκεί πάνω που τώρα εκείνο το μωράκι είχε μεγαλώσει κι άρχισε να κάνει σκανταλιές κι ο Σαρλός το ’χε σαν να ’τανε δικό του και τ’ αγαπούσε και το πρόσεχε και το φρόντιζε και του ’κανε του κόσμου τα παιχνίδια και περνούσανε τόσο όμορφα και τόσο αστεία οι δυο τους, μια χαρά ήταν όλα — κι ήταν ευτυχισμένος ο Πέτρος ώσπου, άξαφνα, ήρθαν κάτι κακοί άνθρωποι να του το πάρουν, μα ο Σαρλός με διάφορα κόλπα το γλιτώνει το παιδάκι και στο τέλος βρίσκουν τη μητέρα του που δεν ήθελε να το παρατήσει, αυτό δεν το κατάλαβε καλά ο Πέτρος, μα δεν έχει σημασία, η μητέρα χάρηκε που ξαναβρήκε το παιδί της και λίγο πριν τελειώσει η ταινία, μόλις που πρόλαβε ο Πέτρος να τιναχτεί από την καρέκλα του και να τρέξει να τον προλάβει το Σαρλό που έφευγε και να του πει βιαστικά, μα χαμηλόφωνα, μην τον ακούσουν οι άλλοι:
— Τ’ αθάνατο νερό…
Και επειδή είδε πως ο Σαρλός δεν του απάντησε, φαίνεται δεν κατάλαβε καλά, ο Πέτρος αναγκάστηκε να του εξηγήσει:
— Τ’ αθάνατο νερό, λέω, εσύ, που αγαπάς τα παιδιά, δε θα μπορούσες να μας έφερνες την άλλη φορά που θα ’ρθεις στην Άρτα κάνα σκουτελάκι μ’ αθάνατο νερό… Ξέρεις, για το φθισικό παιδί…
Ντ. Δημόπουλος, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού, Καστανιώτης |